μυριοπλάσιος

μυριοπλάσιος
μῡριοπλάσιος , μυριοπλάσιος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυριοπλάσιος — μυριοπλάσιος, ον (ΑΜ) απειροπλάσιος, πολλαπλάσιος («μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου», Αριστοτ.). επίρρ... μυριοπλασίως (ΑΜ, Μ και μυριοπλάσια) πάρα πολλές, άπειρες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. πλάσιος… …   Dictionary of Greek

  • μυριοπλασίω — μῡριοπλασίω , μυριοπλάσιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual μῡριοπλασίω , μυριοπλάσιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοπλασίως — μῡριοπλασίως , μυριοπλάσιος adverbial μῡριοπλασίως , μυριοπλάσιος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοπλάσιον — μῡριοπλάσιον , μυριοπλάσιος masc/fem acc sg μῡριοπλάσιον , μυριοπλάσιος neut nom/voc/acc sg μυριοπλασίων ten thousand fold masc/fem voc sg μυριοπλασίων ten thousand fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

  • μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • μυριαδικός — μυριαδικός, ή, όν (Μ) [μυριάς] δεκάκις χιλιοστός, μυριοπλάσιος* …   Dictionary of Greek

  • μυριαντοπλάσιος — μυριαντοπλάσιος, ον (Α) μυριοπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριάντα + κατάλ. πλά σιος] …   Dictionary of Greek

  • μυριονταπλάσιος — μυριονταπλάσιος, ον (Α) μυριοπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *μυριοντάς, κατά το ἑκατονταπλάσιος (πρβλ. μυριονταδικός, μυριοντάκις)] …   Dictionary of Greek

  • μυριοπλασίων — μυριοπλασίων, ον (ΑΜ) ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον αρχ. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”